πλιγούρι

πλιγούρι
και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν
1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών
2. το φαγητό που παρασκευάζεται από χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλιγούρι που απαντά με ποικίλες μορφές στα διάφορα ιδιώματα δηλώνει το χοντροαλεσμένο σιτάρι, το οποίο πρέπει να βραστεί σε νερό. Για τον τρόπο αυτόν τής παρασκευής χρησιμοποιήθηκε ήδη από την αρχαία και βυζαντινή περίοδο το ρ. πνίγω (πρβλ. τη φρ. πνίγω στο νερό ή στο γάλα για το σιτάρι ή τον τραχανά). Επομένως, ως αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. πνιγούρι, με σημ. «πνίξιμο», ο οποίος παράγεται από το ρ. πνίγω είτε απευθείας (πρβλ. ανοιγ-ούρι, αποδιαλεγ-ούρι) είτε μέσω ενός αμάρτυρου τ. *πνιγούρα (πρβλ. φαγ-ούρα, χασ-ούρα). Ο τ. πλιγούρι προήλθε στη συνέχεια με αντικατάσταση τού δυσκολοπρόφερτου συμφωνικού συμπλέγματος πν- από το πλ- (πρβλ. πνεύμων: πλεμόνι, πνεύμα: πλέμα, πνίγω: πλίγω), ο τ. μπλιγούρι αναλογικά προς το πλεξούδα / μπλεξούδα, ενώ οι τ. πλουγούρι / μπλουγούρι με αφομοίωση. Τέλος, η γραφή τής λ. με -η- οφείλεται στην παρετυμολογική της σύνδεση με το ρ. πλήττω «χτυπώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πλιγούρι — το (λ. τουρκ.), χοντραλεσμένο σιτάρι για σούπα κτλ., αλλιώς μπλιγούρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Bulgur — (also bulghur or burghul) [http://74.125.39.104/search?q=cache:KZb9z7MB5l4J:www.ochef.com/110.htm+bulghur hl=en ct=clnk cd=1] (from Turkish bulgur [ [http://www.m w.com/dictionary/bulgur Merriam Webster Online Bulgur] ] , known as πλιγούρι ,… …   Wikipedia

  • Gemista — Gemista: tomates y pimientos rellenos de arroz. La gemista (en griego γεμιστά) es un plato de la cocina griega consistente en tomates y pimientos rellenos de arroz y especias, y cocidos en el horno. A veces también se hace con berenjena o… …   Wikipedia Español

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ερεικτός — ἐρεικτός και ἐρικτός, ή, όν (Α) [ερείκω] 1. (για όσπρια) ο χονδραλεσμένος, ο χονδροκοπανισμένος 2. (το ουδ. συνήθ. στον πληθ.) τὸ ἐρ(ει)κτὸν και τὰ ἐρ(ε)ικτά το χονδραλεσμένο σιτάρι, το πλιγούρι …   Dictionary of Greek

  • μπληγούρι — και μπλιγούρι, το βλ. πλιγούρι …   Dictionary of Greek

  • μπλουγούρι — το βλ. πλιγούρι …   Dictionary of Greek

  • μπουλγούρι — το βλ. πλιγούρι …   Dictionary of Greek

  • πνιγούρι — το, Ν βλ. πλιγούρι …   Dictionary of Greek

  • χίδρον — και χῖδρον, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ χῑδρα χοντροαλεσμένο ή χοντροκοπανισμένο σιτάρι, το πλιγούρι, καθώς και το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτό («χῑδρα φαγὼν ἀναθαρρήσῃ καὶ στεμφύλῳ εἰς λόγον ἔλθη», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”